- ἐπωφελές
- ἐπωφελήςhelpfulmasc/fem voc sgἐπωφελήςhelpfulneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπώφελες — ἐποφείλω owe still aor ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… … Dictionary of Greek
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek
πόριμος — ον, θηλ. και ίμη, Α 1. αυτός που έχει τη δυνατότητα να βρίσκει μέσα, επινοητικός («ῥήτωρ πόριμος», Πολυδ.) 2. αυτός που παρέχει μέσα ασφαλείας, σωτήριος 3. αυτός που βρίσκει δίοδο («ἡ ἀπὸ τοῡ γλυκέος οἴνου φῡσα πορίμη», Ιπποκρ.) 4. (για τροφή)… … Dictionary of Greek
συμφέρει — 1. απρόσ., είναι επωφελές, χρήσιμο: Δεν τον συμφέρει να πουλήσει τα προϊόντα του σ αυτή την τιμή. – Συμφέρει στο κόμμα μας να γίνουν τώρα εκλογές. 2. (προσωπ.), είναι προς όφελος κάποιου: Πολλοί πιστεύουν πως δε συμφέρουν στην Ελλάδα οι όροι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)